H ελληνική γλώσσα, αν και παρέμεινε ενιαία από την αρχαιότητα ως σήμερα, ποτέ δεν μιλήθηκε ομοιόμορφα σε ολόκληρο τον ομόγλωσσο γεωγραφικό χώρο, διαμορφώνοντας έτσι τοπικές διαλεκτικές παραλλαγές. Κατά περιόδους μια από αυτές τις διαλεκτικές παραλλαγές, επικρατώντας και εκτοπίζοντας τις άλλες, καθίσταται κοινή γλώσσα των ελληνόφωνων. Έτσι, η αρχαία αττική διάλεκτος αποτέλεσε τη βάση της Κοινής, η οποία μιλήθηκε κατά τους αλεξανδρινούς και ρωμαϊκούς χρόνους και της οποίας η βαθμιαία διάσπαση οδήγησε από την πρώιμη βυζαντινή εποχή σε νέες διαλεκτικές μορφές. Ήδη στο τέλος της πρώτης χιλιετίας μ.Χ. έχει αρχίσει η διαμόρφωση των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων. Τις κατά τόπους μορφές της Νέας Ελληνικής γλώσσας τις ονομάζουμε κοινώς διαλέκτους, στη γλωσσική όμως επιστήμη γίνεται διάκριση ανάμεσα σε διάλεκτο (όταν οι διαφορές της τοπικής γλωσσικής παραλλαγής είναι μεγάλες και τέτοιες που με δυσκολία παρακολουθεί το νόημα του λόγου ένας ομόγλωσσος που δεν είναι ντόπιος) και σε ιδίωμα (όταν οι διαφορές είναι μεν αισθητές, αλλά δεν δυσκολεύουν την κατανόηση των λεγομένων από τους ομόγλωσσους που δεν είναι ντόπιοι). Διαλέκτους θεωρούμε σήμερα την Ποντιακή (στην οποία συμπεριλαμβάνονται τα ελληνικά της Κριμαίας - Μαριούπολης), την Καππαδοκική, την Τσακωνική και την Κατωιταλική. Όλες τις άλλες κατά τόπους διαφοροποιήσεις της Κοινής Νεοελληνικής τις ονομάζουμε ιδιώματα. Ειδικά, το κρητικό και το κυπριακό ιδίωμα κατά παραχώρηση τα ονομάζουμε διαλέκτους, αναγνωρίζοντας μια ενδιάμεση βαθμίδα γλωσσικής διαφοροποίησής τους.