ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΕΙΕΔ (2007-2012)
Περίγραμμα της Ιστορίας του Μεταβυζαντινού Δικαίου
Η αναγκαιότητα της συλλογής των βυζαντινών και μεταβυζαντινών νομικών πηγών έγινε αντιληπτή ήδη κατά τις πρώτες προσπάθειες συγκρότησης ελληνικού κράτους. Η ανεύρεση των γραπτών και άγραφων μνημείων της νομικής ιστορίας του Ελληνισμού δεν απέβλεπε απλώς και μόνον στην ανάδειξη των κειμένων αυτών ως άμεσων ή έμμεσων τεκμηρίων του προϊσχύσαντος βυζαντινού δικαιϊκού παρελθόντος. Κυρίως είχε έναν καθαρά πρακτικό σκοπό, άμεσα συνδεδεμένο με τις επιτακτικές ανάγκες της τρέχουσας δικαστικής πρακτικής: να επιστηρίξει το οικοδόμημα της ελληνικής αστικής νομοθεσίας επί των στοιχείων εκείνων που θα προέκυπταν από τη μελέτη και την αντιπαραβολή των πηγών αυτών.
Από επιστημονική άποψη, η ανάγκη της συστηματικής έρευνας του Μεταβυζαντινού, ως αυτοτελούς περιόδου του Βυζαντινού ή «Ελληνορωμαϊκού» Δικαίου, επρόκειτο να γίνει ευρύτερα αντιληπτή λίγο αργότερα, όταν κατά το έτος 1839, o κατ’ εξοχήν θεμελιωτής του κλάδου της ιστορίας του βυζαντινού δικαίου, μέγας ερευνητής των βυζαντινών και μεταβυζαντινών πηγών, αλλά και υπέρμαχος της ιστορικής συνέχειας του δικαίου του ελληνισμού, γερμανός νομομαθής K. E. Zachariä von Lingenthal συνέλεξε και κατέταξε σε ιστορικό διάγραμμα τη νομική γραμματεία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου στην Historiae Juris Graeco–Romani delineatio (Heidelberg, 1839, σ. 85–92). Η επακολουθήσασα άνθηση της εκδοτικής δραστηριότητας νομικών κειμένων της μεταβυζαντινής περιόδου, από έλληνες αλλά και ξένους μελετητές, θα σφραγίσει το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Μοιραίως ο πλούτος και η ποικιλομορφία των μεταβυζαντινών κειμένων ανέδειξε την αναπόφευκτη εξέλιξη των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, αλλά και την αλλαγή των γενικών ιδεών κατά τη μακρόχρονη περίοδο της οθωμανικής και φραγκικής κυριαρχίας. Κατ’ ακολουθίαν, διαπρεπείς πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι, όπως ο Δημήτριος Παππούλιας, ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος, ο Γεώργιος Μαριδάκης και ο Γεώργιος Πετρόπουλος, υποστήριξαν την άποψη ότι μία εποπτική απεικόνιση των εγγράφων μνημείων του ξενοκρατούμενου ελληνισμού, καθώς και αυτών των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων, θα αναδείκνυε τις επιδράσεις του βυζαντινού στο μεταβυζαντινό δίκαιο. Αλλά και αντιστρόφως, θα συνέβαλε στη διαλεύκανση ποικίλων νομικών ζητημάτων της ύστερης βυζαντινής περιόδου. Η θέση αυτή ενέπνευσε και τον Δημήτριο Γκίνη. Διακεκριμένος ερευνητής στον τομέα της ιστορίας του δικαίου, ο Δημήτριος Γκίνης, θα προχωρήσει στην πρώτη συστηματική καταγραφή των έως τότε γνωστών ανέκδοτων χειρογράφων καθώς και των δημοσιευθεισών πηγών της μεταβυζαντινής περιόδου στο μνημειώδες έργο του «Περίγραμμα τῆς Ἱστορίας τοῦ Μεταβυζαντινοῦ Δικαίου» το οποίο, ως γνωστόν, είδε το φώς της δημοσιότητας το έτος 1966 στον 26ο τόμο της σειράς των Πραγματειῶν τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν.
Ήδη, μετά την πάροδο 45 ετών από την έκδοση του εποπτικού αυτού έργου και των δύο μικρών συμπληρωμάτων του που δημοσιεύθηκαν σε δύο τεύχη της Ἐπετηρίδος τῆς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν των ετών 1972–73 και 1977–78, έχει πλέον εδραιωθεί η πεποίθηση ότι το «Περίγραμμα τῆς Ἱστορίας τοῦ Μεταβυζαντινοῦ Δικαίου» συνέβαλε αποφασιστικά στη μελέτη της μεταβυζαντινής, ως της τελευταίας περιόδου της ιστορικής εξελίξεως του Ελληνικού Δικαίου, αλλά και στην εξέλιξη της έρευνας σε τομείς οι οποίοι έως τότε παρέμεναν, ειδικά για τους νομικούς, terra incognita. Έκτοτε το ανανεωμένο επιστημονικό ενδιαφέρον περί την έρευνα των θεσμών της περιόδου αυτής απέδωσε ως καρπούς πολυπληθείς δημοσιεύσεις νομικών μεταβυζαντινών πηγών, ο όγκος και η διασπορά των οποίων επέβαλαν μία νέα προσπάθεια συστηματικής περισυλλογής και παρουσίασής τους. Η αναγκαιότητα αυτή έγινε αντιληπτή από τον εκλιπόντα εμβριθή μελετητή της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου Καθηγητή της Ιστορίας του Δικαίου και Ακαδημαϊκό Μενέλαο Τουρτόγλου (1921-2013), ο οποίος εισηγήθηκε προς την Εφορευτική Επιτροπή την ανάθεση στο Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, ως το κατ’ εξοχήν αρμόδιο για την συλλογή και έρευνα των νομικών πηγών του ελληνικού δικαίου, συλλογικού ερευνητικού προγράμματος υπό τον τίτλο Περίγραμμα της Ιστορίας του Μεταβυζαντινού Δικαίου. Με την έκδοση των δύο νέων τόμων του Περιγράμματος της Ιστορίας του Μεταβυζαντινού Δικαίου στη σειρά των Πραγματειών όπου είχε δημοσιευθεί ο πρώτος τόμος του Περιγράμματος του Δημ. Γκίνη, η Ακαδημία Αθηνών παραδίδει στους ερευνητές της νεότερης ιστορίας του ελληνισμού ένα έργο υποδομής για περαιτέρω έρευνα της ιστορίας του μεταβυζαντινού δικαίου. Πρόκειται συγκεκριμένα για τους δύο ακόλουθους τόμους, από τους οποίους ο πρώτος περιλαμβάνει τις ελληνόγλωσσες νομικές πηγές και ο δεύτερος τις λατινικές, ιταλικές και γαλλικές νομικές πηγές της μεταβυζαντινής περιόδου του ελληνικού δικαίου :
1. Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη, Ηλίας Αρναούτογλου, Ιωάννης Χατζάκης, Περίγραμμα Ιστορίας Μεταβυζαντινού Δικαίου. Τα ελληνικά κείμενα, Εισαγωγή–Επιστημ. επιμέλεια, Λυδία Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη [Πραγματεῖαι της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 63], Αθήναι 2011, 726 σελ., ISBN: 978-960-404-204-3. Στην έκδοση περιλαμβάνονται κατ’ αρχήν οι ελληνόγλωσσες νομικές πηγές της μεταβυζαντινής περιόδου, οι οποίες έχουν δημοσιευθεί ως πλήρες κείμενο, σε μελέτες που εκδόθηκαν μεταξύ του έτους 1978 (έτος εκδόσεως του τελευταίου συμπληρώματος του Περιγράμματος από τον Δημ. Γκίνη στον τόμο 43 της Ἐπετηρίδος τῆς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν) και του έτους 2007. Επίσης περιελήφθησαν και ελληνόγλωσσες νομικές πηγές οι οποίες είχαν δημοσιευθεί πριν από το έτος 1978, αλλά εκ παραδρομής είχαν παραλειφθεί στο αρχικό Περίγραμμα του Δημ. Γκίνη και στα επακολουθήσαντα δύο Συμπληρώματα αυτού (βλ. αναλυτικότερα την ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση Εισαγωγή).
2. Ιωάννης Χατζάκης, Περίγραμμα Ιστορίας του Μεταβυζαντινού Δικαίου του Λατινοκρατούμενου Ελληνισμού. Τα λατινικά, ιταλικά και γαλλικά κείμενα, Εισαγωγή–επιστ.επιμέλεια, Ιωάννης Χατζάκης [Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 65], Αθήναι 2012, 471 σελ., ISBN: 978-960-404-228. Στην έκδοση περιλαμβάνονται οι ξενόγλωσσες νομικές πηγές της μεταβυζαντινής περιόδου. Επειδή μάλιστα ο τόμος του Περιγράμματος του Δημητρίου Γκίνη ερανίζει ελάχιστα λατινικά ή ιταλικά έγγραφα, κρίθηκε σκόπιμο να περιληφθούν στον τόμο αυτό οι πολυπληθείς εκδόσεις νομικών πηγών του λατινοκρατούμενου Ελληνισμού που είδαν το φως της δημοσιότητας από τα μέσα περίπου του 19ου αι., ενώ ως καταληκτήρια χρονολογία λήφθηκε και πάλι υπόψιν το έτος 2007 (βλ. αναλυτικότερα την ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση Εισαγωγή).
Σημειώνεται οι προαναφερθείσες τρεις (3) αυτοτελείς πραγματείες έχουν ψηφιοποιηθεί στο πλαίσιο του έργου Προβολή του έργου των Ερευνητικών Κέντρων της Ακαδημίας Αθηνών στον Παγκόσμιο Ιστό http://repository.academyofathens.gr/keied/index.php/gr/content/4
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΕΙΕΔ ΥΠΟ ΕΞΕΛΙΞΗ
1. ΕΚΔΟΣΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Η αυτοτέλεια και ιδιομορφία της περιόδου του Mεταβυζαντινού Δικαίου έχει επανειλλημένως τεκμηριωθεί με ποικίλα και πειστικά επιχειρήματα από διακεκριμένους ιστορικούς του δικαίου. Οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει το μεταβυζαντινό δίκαιο, τόσο στον τομέα του δημοσίου, όσο και στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, επιβάλλουν την περισυλλογή, έκδοση, σχολιασμό και συστηματική μελέτη των κειμένων της μεταβυζαντινής νομικής γραμματείας, εφόσον τα κείμενα αποδίδουν ανάγλυφη την εικόνα του απονεμόμενου “ζωντανού” δικαίου και το νομικό του υπόβαθρο. Για τον ιστορικό του δικαίου οι απαντήσεις στα ερωτήματα που ανακύπτουν λόγω της ταυτόχρονης λειτουργίας διαφορετικών νομικών συστημάτων που επέβαλε η συνύπαρξη και η εναλλαγή ποικίλων δικαιοπολιτικών καθεστώτων, προσεγγίζονται με βάση τις πληροφορίες που παρέχουν οι νομοκανονικές συλλογές, τα πατριαρχικά έγγραφα, η εκκλησιαστική νομολογία, οι σουλτανικοί ορισμοί νομοθετικού και διοικητικού περιεχομένου, οι κωδικοποιήσεις εθίμων, οι αποφάσεις νομοθετικού περιεχομένου των γενικών συνελεύσεων των κοινοτήτων και οι κοινοτικοί κανονισμοί, η νομολογία επισκοπικών, κοινοτικών και μικτών κριτηρίων, τα έγγραφα των αιρετοκρισιών, τα ιδιωτικά και νοταριακά δικαιοπρακτικά έγγραφα, τα πρακτικά και οι αποφάσεις των συντεχνιών, οι κώδικες μονών και μητροπόλεων καθώς και τα φραγκικά, βενετικά ή οθωμανικά διοικητικά έγγραφα που αφορούν στην οργάνωση και απονομή της δικαιοσύνης. Οι σημαντικές αυτές πηγές της μακρόχρονης και ποικιλόμορφης μεταβυζαντινής περιόδου ερμηνεύονται όχι μόνον με βάση τις ιστορικές συνθήκες αλλά και με βάση το νομικό καθεστώς του εκάστοτε επικυρίαρχου και τις ιστορικές συνθήκες, ενώ για την πληρέστερη ερμηνεία τους απαιτείται ο συσχετισμός τους με τις πηγές και τα πορίσματα της προγενέστερης βυζαντινής περιόδου.
Το Κέντρον Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών (ΚΕΙΕΔ) παραμένοντας πιστό στη θεσμική αποστολή του, η οποία είναι κυρίως αυτή της περισυλλογής, έκδοσης και σχολιασμού των ανέκδοτων νομικών πηγών της μεταβυζαντινής περιόδου, έχει δημοσιεύσει, από την ίδρυσή του έως σήμερα, πληθώρα νομικών πηγών μεταβυζαντινού δικαίου, οι οποίες ανάγονται τόσο στην περίοδο λατινοκρατίας, όσο και σε αυτήν της οθωμανικής κυριαρχίας. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται εκδόσεις νομοκανονικών κειμένων και νομικών έργων ή συλλογών της μεταβυζαντινής περιόδου [Μ. Φωτεινοπούλου, Νομικόν Πρόχειρον, ΕΚΕΙΕΔ 24-26 (1982), 3-415/Νομοκάνων Γ. Τραπεζουντίου, ΕΚΕΙΕΔ 27-28 (1985), 379-616/Νομοκάνων Μ. Μαλαξού, κεφ. σξθ΄-σπη’, ΕΚΕΙΕΔ 16-17 (1972), 7-39/Δ. Καταρτζή-Φωτιάδου, Δικανική Τέχνη, ΕΑΙΕΔ 3 (1950), 26-54/Δ. Πύρρου, Νόμος Δικανικός, ΕΑΙΕΔ 6 (1955), 94-99/ναυτική νομοθεσία Ύδρας (ΕΚΕΙΕΔ 38 (2004), 275-305] καθώς και εκδόσεις νοταριακών κωδίκων και λυτών δικαιοπρακτικών εγγράφων που προέρχονται από τις περιοχές της Νάξου [Κώδικας Ι. Μηνιάτη, ΕΚΕΙΕΔ 29-30 (1990), 129-1220/πράξεις Π. Μηνιάτη ΕΑΙΕΔ 4 (1951), 9-103, πράξεις Ι. Μηνιάτη, ΕΑΙΕΔ 12 (1968), 78-91 και 15, 32 /πράξεις Φ. Παρότζη, ΕΚΕΙΕΔ 12 (1968), 91-93/ πράξεις Κ. Κόκκου, ΕΚΕΙΕΔ 15 (1972), 34/ πράξεις πρωτονοταρίου Δρυμαλίας, ΕΚΕΙΕΔ 15 (1972), 33-34/Κώδικας Vaticanus Graecus 2639, Παράρτημα 12 ΕΚΕΙΕΔ (2012-2013), 99-354/Νοταριακές πράξεις παπα-Στεφάνου Αρώνη, Παράρτημα 13 ΕΚΕΙΕΔ (2015), 1-500], της Μυκόνου (πράξεις Ι. Παρθένη, ΕΚΕΙΕΔ 9 (1962), 5-6), της Πάρου [πράξεις Ν. Σπυρίδου, ΕΑΙΕΔ 8 (1958), 30-31, 153-155, Τζουάνε, ΕΑΙΕΔ 8 (1958), 158, 16-171, 173-175, 177-180, ΕΑΙΕΔ 15 (1972), 32-33, Ι. Κορτιάνου, ΕΑΙΕΔ 8 (1958), 183-186, Τ. Καμπάνη, ΕΑΙΕΔ 8 (1958), 186-187, 188-196, Ι. Σταματελάκη, ΕΑΙΕΔ 8 (1958), 193, 195-197, Δ. Χαμάρτου, ΕΑΙΕΔ 8 (1958), 197-199], της Σκύρου (πράξεις ιερέων Παχωμίου, ΕΚΕΙΕΔ 29-30 (1990), 108-109, Νικολάου, ό.π., 109-110, Σαμιώτη, ό.π., 111-112, Δ. Τζικούρη, ό.π., 112-115 και διαφόρων νοταρίων ΕΚΕΙΕΔ 31 (1995), 214-248), της Σίφνου (πράξεις Μαρτίνου διακόνου, ΕΑΙΕΔ 8 (1958), 104-111), της Σύρου (πράξεις Σκαρλάτου Μαξίμου, ΕΑΙΕΔ 18 (1973), 212-219), της Χίου (Ν. Δεμέστιχου, και άλλων, ΕΑΙΕΔ 1 (1948), 79-149), της Κερκύρας [πράξεις Ι. Χοντρομάτη ΕΚΕΙΕΔ 32 (1996), 149-192 /Π. Βαραγκά, ό.π., 215-316/Φ. Κατωϊμέρη ΕΚΕΙΕΔ 33 (1997) 21-358 και άλλων νοταρίων, ό.π., 468-472/Αρ. Αλεξάκη ΕΚΕΙΕΔ 34 (1998), 21-102], της Ζακύνθου [πράξεις Χ. Βασμούλου, ΕΑΙΕΔ 5 (1954), 50 επ., Ν. Νομικού, ΕΑΙΕΔ 5 (1954) , 51 επ., Ι. Δενόρε, ΕΑΙΕΔ 5 (1954), 89-96 και ΕΑΙΕΔ 6 (1955), 3 επ., Θ. Ζωναρά, ΕΑΙΕΔ 6 (1955), 44 επ., Γ. Ψημάρη, ΕΑΙΕΔ 6, 59-71 και πολλών άλλων], της Κεφαλονιάς [πράξεις Σ. Μοντεσάντου, ΕΑΙΕΔ 22 (1975), 78-79, Α. Μαυροϊωάννη, ΕΑΙΕΔ 22 (1975), 80 επ., Ν. Ρωμανού, ΕΑΙΕΔ 22 (1975), 88, 101-102, Γ. Καραντινού, ΕΑΙΕΔ 22 (1975), 125 επ. και άλλων], της Κρήτης [πράξεις Ι. Ολόκαλου, ΕΑΙΕΔ 12 (1968), 95-97/M. Castrofilaca, ΕΑΙΕΔ 12 (1968), 97-101, C. Zamoflin, ΕΑΙΕΔ 12 (1968), 108-109 και άλλων], της Αθήνας [πράξεις Α. Καρόρη, ΕΑΙΕΔ 12 (1968), 11-113]. Επίσης αξίζει να μνημονευθούν οι εκδόσεις ιδιωτικών δικαιοπρακτικών εγγράφων των περιοχών της Δημητσάνας (Μονή Φιλοσόφου) (ΕΑΙΕΔ 3 (1950), 121-150), της Δυτικής Μάνης (ΕΑΙΕΔ 3 (1950), 70-100, ΕΑΙΕΔ 6, 109-121), της Σκύρου [ΕΚΕΙΕΔ 27-28 (1985), ΕΚΕΙΕΔ 29-30 (1990), 299 επ., 94-108, 110-112), της Σύρου (ΕΚΕΙΕΔ 12 (1968), 94-95, ΕΚΕΙΕΔ 18 (1973), 209-212, 215-216], της Τήνου (ΕΚΕΙΕΔ 12 (1968), 93-94), της Κέρκυρας και Ύδρας (ΕΚΕΙΕΔ 27-28(1985), 686-698) ΕΚΕΙΕΔ 35 (2001), 35-99, ΕΚΕΙΕΔ 36 (2002), 197-204, ΕΚΕΙΕΔ 42 (2010), 203-216), καθώς και οι δημοσιεύσεις δικαστικών αποφάσεων της νήσου Μυκόνου [ΕΑΙΕΔ 7(1957), 33-144, ΕΚΕΙΕΔ 27-28 (1985), 18-225], του κριτηρίου της ελληνικής εμπορικής παροικίας («κομπανίας») του Σιμπίου Τρανσυλβανίας [Παράρτημα 10 ΕΚΕΙΕΔ 42 (2011), 40-610], των δραγομάνων του οθωμανικού στόλου που έδρασαν ως τοποτηρητές των νησιών του Αιγαίου κατά τον 17ο και 18ο αι. [Παράρτημα 2 ΕΚΕΙΕΔ. 36 (2002), 19-1080] και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου της Πάργας («Σύλλογος της Επικλήσεως των πέντε») (ΕΚΕΙΕΔ 35 (2001), 147-169), τέλος δε και η έκδοση εγγράφων φραγκικών εκκλησιαστικών αρχών του έτους 1463 (ΕΚΕΙΕΔ 16-17 (1972), 238-248) και εγγράφων της Γενικής Γραμματείας Δικαίου της καποδιστριακής περιόδου (ΕΚΕΙΕΔ 44(2012-2013), 381-397, 46 (2016) 253-272 (βλ. τις εκδόσεις αυτές στη ψηφιοποιημένη συλλογή του ΚΕΙΕΔ «Μνημεία Μεταβυζαντινού Δικαίου» στο ψηφιακό αποθετήριο της Ακαδημίας Αθηνών http://repository.academyofathens.gr/keied/index.php/gr/content/5. Το ερευνητικό αυτό πρόγραμμα παραμένει ενεργό έως σήμερα με την προετοιμασία της εκδόσεως του χφ. αρ. 85 του νοταρίου Νάξου Ιωάννου Μηνιάτη, κώδικα τον οποίον ευγενώς μας παραχώρησαν, κατόπιν αιτήσεώς μας, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους (υπεύθυνος του προγράμματος: Κύριος Ερευνητής ΚΕΙΕΔ, Ιωάννης Χατζάκης).
2. ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΕΥΡΩΠΗΣ.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΑΝΑ ΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ
ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ
Σύντομη περιγραφή του προγράμματος.
Η παρουσία ελληνόφωνων πληθυσμών στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, εκτός των στενών ορίων του ελλαδικού χώρου, οφείλεται σε μία σειρά αποικιακών εγκαταστάσεων, οι οποίες χρονολογούνται ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ. Η ένταξη των πληθυσμών αυτών στη ρωμαϊκή και αργότερα στη βυζαντινή αυτοκρατορία θα τους επιτρέψει να διατηρήσουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τα στοιχεία της πολιτισμικής τους ταυτότητας (ελληνική γλώσσα και παιδεία) και της δικαιϊκής τους ιδιαιτερότητας. Στους αιώνες που θα ακολουθήσουν και ιδιαίτερα από το 6ο έως και τον 11ο αιώνα στις περιοχές αυτές θα αναπτυχθεί ένας πολιτισμός που θα έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τη βυζαντινή αυτοκρατορία, ελληνική δηλαδή γλώσσα, βυζαντινό δίκαιο και διοικητική οργάνωση, ίχνη των οποίων φαίνεται να επιβιώνουν ακόμη και σήμερα.
Οι αιτίες για το φαινόμενο αυτό θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στις πληθυσμιακές αλλαγές που συντελούνται στα εδάφη αυτά είτε με τις αναγκαστικές μετοικήσεις πληθυσμών είτε με την επέλαση κατακτητών όπως οι Άραβες (Αίγυπτος, Σικελία) και οι Νορμανδοί (Ν. Ιταλία, Σικελία). Όλοι αυτοί οι κατακτητές αναμειγνύονται με τους γηγενείς καθιστώντας τον βυζαντινό πολιτισμό κυρίαρχο, ανεξάρτητα από την πολιτική δύναμη που κάθε φορά επικρατεί.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μίας τέτοιας περιοχής αποτελεί το Νορμανδικό Βασίλειο της Ν. Ιταλίας και της Σικελίας (11ος – 12ος αι.). Για τη συγκεκριμένη περιοχή, παρά την πληθώρα μεμονωμένων μελετών, αισθητή είναι η απουσία μίας σφαιρικής και συγκριτικής θεώρησης του κοινωνικού, πολιτικού και νομικού βίου των πληθυσμών αυτών, οι οποίοι σε βάθος χρόνου αφομοιώθηκαν από τους νέους επικυρίαρχους και τη δική τους πολιτιστική παράδοση.
Ανεξάρτητα πάντως από το παράδειγμα της Ν. Ιταλίας οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί όπου και αν βρίσκονται, δεν άφησαν στην αγωνιώδη πορεία τους προς την αφομοίωση ανεπηρέαστους τους εκάστοτε κατακτητές τους. Αυτό τουλάχιστον καταδεικνύει το πλήθος των ελληνόγλωσσων νομικών κειμένων, τα οποία έχουν μέχρι στιγμής δημοσιευθεί (δικαιοπρακτικά και διοικητικά έγγραφα, πάπυροι κ.ά.). Χαρακτηριστικό εν προκειμένῳ παράδειγμα αποτελεί η συλλογή των δημοσιευμένων ελληνικών νομικών παπύρων της αραβικής Αιγύπτου και Μέσης Ανατολής που χρονολογούνται από την αραβική κατάκτηση της Αιγύπτου (642 μ.Χ.) και της Μέσης Ανατολής. Παρ’ ότι τα νομικά τεκμήρια του πρώιμου 7ου αι. μ.Χ. (και συγκεκριμένα της περιόδου 600-642 μ.Χ.) είναι μάλλον περιορισμένα, στόχος μας είναι να αναδειχθούν βασικές παράμετροι της εναλλαγής επικυριάρχων (βυζαντινών, περσών και αράβων) μέσα σε μία ιδιαίτερα βραχεία χρονική περίοδο, με ιδιαίτερη έμφαση στις θεσμικές προσαρμογές και τις καινοτομίες που επέφερε η αραβική κατάκτηση[1]. Μικτοί γάμοι, συναλλαγές όλων των ειδών, συνεργασίες, αντιδικίες μεταξύ ελληνόφωνων και μη, αποδεικνύουν τη δύναμη της αλληλοεπίδρασης και τις αναμφισβήτητες δικαιϊκές ανταλλαγές. Ενίοτε δε στα ίδια έγγραφα συνυπάρχουν αρμονικά διατάξεις βυζαντινού δικαίου και διατάξεις του δικαίου των επικυρίαρχων, ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τη χρονική περίοδο που συντάσσεται το κάθε έγγραφο. Ατυχώς τα πολύτιμα αυτά τεκμήρια του ιστορικού και νομικού βίου παραμένουν διάσπαρτα και ασύνδετα μεταξύ τους.
Κατά συνέπεια, η περισυλλογή και επεξεργασία ενός συνεκτικού Corpus των σωζομένων γραπτών μνημείων θα προβάλλει τους δικαιϊκούς θεσμούς και τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους και θα αναδείξει τις κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και νομικές ιδιαιτερότητες όλων αυτών των πληθυσμών, οι οποίοι ήσαν εγκατεσπαρμένοι στη δυτική Μεσόγειο κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου και της περιόδου που επακολούθησε. Επίσης θα φέρει στο φως τις πολύπλευρες σχέσεις μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων, αλλά και τις ρυθμίσεις που εξασφάλιζαν την κοινωνική ειρήνη.
Εγκεκριμένες Εκδόσεις στο πλαίσιο του προγράμματος
Ι. André Guillou, Les Regestes des actes grecs d’Italie du Sud et de Sicile, σσ. 800 περίπου.
Το έτος 2013 ο αείμνηστος André Guillou παρέδωσε στο Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου μέσω των επί σειράν ετών συνεργάτιδών του της κ. Λίζα Μπένου, Vice-Présidente de l’Association Pierre Belon et co-directrice des Éditions Pierre Belon, και της κ. Cristina Rognoni, Prof. in Byzantine Civilisation (University of Palermo) το πλήρες κείμενο του έργου του Les Regestes des actes grecques de l’Italie du Sud et de Sicile), εκφράζοντάς μας και γραπτώς τη βούλησή του το έργο αυτό να εκδοθεί από την Ακαδημία Αθηνών. Εκκινώντας από την επισήμανση ότι «l’historien de l’Italie meridionale et de la Sicile au Moyen Age ne dispose d’aucun inventaire des actes grecs de la pratique», ο André Guillou ολοκλήρωσε με το έργο αυτό μία εκτεταμένη αρχειακή έρευνα των ελληνικών εγγράφων, δημοσίων και δικαιοπρακτικών, που ευρίσκονται διάσπαρτα εντός και εκτός Ιταλίας. Το έργο περιλαμβάνει εποπτική απεικόνιση, υπό τη μορφή Επιτομών (Regestes), όλων των ελληνόγλωσσων νομικών πηγών, που εντοπίζονται χρονολογικά από τα τέλη του 9ου έως το 2ο ήμισυ του 14ου αι., περίοδο από την οποία οι μαρτυρίες από την ίδια τη βυζαντινή αυτοκρατορία είναι αρκετά περιορισμένες. Σκοπός του συγγραφέα κατά την παρουσίαση των πηγών, οι οποίες ταξινομούνται στο έργο του κατά περιφέρεια, αρχειακή συλλογή και χρονολογία, υπήρξε η συνολική εποπτεία όλου σχεδόν του υφιστάμενου υλικού ώστε με διαδοχικές αναγωγές να είναι δυνατόν να αποκατασταθεί: α) η εικόνα κάθε αρχείου ξεχωριστά με χρονική κατάταξη των πηγών στο εσωτερικό του αρχείου και β) η αρχειακή αποτύπωση κάθε ευρύτερης περιφέρειας κατά τρόπο ώστε να επιτευχθεί η επανασύνδεση όλων των εγγράφων με το φυσικό τους γεωγραφικό και ιστορικό περιβάλλον. Το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες περιοχές αποτελούν ένα ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό δείγμα βυζαντινής επαρχίας, τόσο ως προς τον τρόπο διοίκησης όσο και ως προς την τηρούμενη νομική πρακτική, καθιστά τις πληροφορίες των συγκεκριμένων εγγράφων ιδιαίτερα σημαντικές και πολύτιμες ειδικά για τους ιστορικούς του δικαίου, εφόσον παρέχει τη δυνατότητα να συναχθούν συμπεράσματα για την εξελικτική πορεία ενός θεσμού σε βάθος χρόνου και τις επιδράσεις που τον διαμορφώνουν, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν πρόκειται για περιοχές όπου σημειώνονται συνεχείς εναλλαγές επικυρίαρχων, μετακινήσεις πληθυσμών και εποικισμοί, όπως εν προκειμένῳ οι περιοχές της Μεσογειακής Ιταλίας και Σικελίας.
Το υπό έκδοση έργο θα συνοδεύεται από νομικούς χαρακτηρισμούς των πηγών, ευρετήρια και εισαγωγή στην οποία θα δίδονται πληροφορίες για τις πηγές που έχουν περιληφθεί στην έρευνα, ανά πόλη και αρχείο, τη μεθοδολογία του έργου καθώς και αναδρομή στην ιστορία των αρχείων κατά τη μετάβαση από τη βυζαντινή στη σύγχρονη εποχή.
Η έκδοση θα γίνει από το ΚΕΙΕΔ-Ακαδημία Αθηνών με την επιστημονική συνεργασία του ΚΕΙΕΔ (Διευθύντρια Ερευνών ΚΕΙΕΔ, Λ. Παπαρρήγα και Κύριος Ερευνητής ΚΕΙΕΔ, Ι. Χατζάκης) με την Association Pierre Belon (Maison des Sciences de l’Homme), Paris (Dr. Λ. Μπένου) και τις κ.κ. Vera von Falkenhausen (Prof. Emeritus, Univ. Τor Vergata/Italy και Cristina Rognoni (Prof., Univ. Palermo/Italy).
Εκ μέρους της ερευνητικής ομάδας
Δρ. Νομ. ΛΥΔΙΑ ΠΑΠΑΡΡΗΓΑ-ΑΡΤΕΜΙΑΔΗ
Διευθύντρια Ερευνών-Διευθύνουσα ΚΕΙΕΔ
[1] Το ειδικότερο τμήμα του προγράμματος το οποίο αφορά την επεξεργασία των ελληνικών νομικών παπύρων της αραβικής Αιγύπτου και Μ. Ανατολής οι οποίοι έχουν δημοσιευθεί έως το έτος 2016 εκπονείται από τον Διευθυντή Ερευνών του ΚΕΙΕΔ κ. Η. Αρναούτογλου με κριτήρια επιλογής τη γλώσσα [τεκμήρια γραμμένα στην ελληνική ή και στην ελληνική (δηλ. αραβική-ελληνική, κοπτική-ελληνική)], τη χρονολογία, το νομικό περιεχόμενο και την ακεραιότητα του τεκμηρίου.